Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολλὴν ἔχει τ

См. также в других словарях:

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων …   Dictionary of Greek

  • CREBRATA Tela — apud Plin. l. 11. c. 24. ubi de aranearum teils, Quam non ad haec videtur pertinere crebratae pexitas telae et quadam politurae arte, per se tenax ratio tramae: est tela dense texta et multô subtemine farta, quae res pexitatem floccorum facit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»